ακυνήγητος

ακυνήγητος
η , ο [ος , ον ]
1) не преследовавшийся (охотниками); непуганый; 2) не преследуемый (о человеке); 3) не доведённый до конца (о деле, работе);

§ ακυνήγητη γυναίκα — женщина, не пользующаяся успехом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ακυνήγητος" в других словарях:

  • ακυνήγητος — η, ο [κυνηγώ] 1. (για θηράματα) αυτός που δεν τόν κυνήγησαν ή δεν μπορούν να τόν κυνηγήσουν για να τόν συλλάβουν ή να τόν σκοτώσουν 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να υποστεί δίωξη, ο ακαταδίωκτος 3. αυτός που δεν επιδιώχθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • ακυνήγητος — η, ο αυτός που δεν κυνηγήθηκε, δεν καταδιώχτηκε ή δεν επιδιώχτηκε: Ήταν άνθρωπος που δεν άφηνε ακυνήγητο το συμφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθήρευτος — η, ο (Α ἀθήρευτος, ον) [θηρεύω] (για ζώα) αυτός που δεν θηρεύτηκε, ο ακυνήγητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»